Εξετάσεις γυναικείας γονιμότητας: Τεστ Παπανικολάου, τεστ ωορρηξίας και άλλες διαγνωστικές εξετάσεις

Θα μάθετε
Για την εκτίμηση των αιτιών της υπογονιμότητας σε ορισμένες γυναίκες πραγματοποιούνται διάφορες εξετάσεις που συμβάλλουν στην ακριβέστερη αξιολόγηση της λειτουργίας των ωοθηκών και άλλων συναφών παραμέτρων.
Αξιολόγηση του αποθέματος των ωοθηκών
Μία από τις συνήθεις διαγνωστικές μεθόδους είναι ο έλεγχος με κιτρικό κλομιφαίνιο σε συνδυασμό με τη μέτρηση της ορμόνης FSH (ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη). Τα δισκία κιτρικού κλομιφαίνιου λαμβάνονται συνήθως από την πέμπτη έως την ένατη ημέρα του εμμηνορροϊκού κύκλου. Η συγκέντρωση της FSH καταγράφεται σε δύο χρονικές στιγμές: την τρίτη ημέρα του κύκλου, πριν τη λήψη της αγωγής, και ξανά τη δέκατη ημέρα, μετά το τέλος της θεραπείας. Υψηλές τιμές αυτής της ορμόνης μπορεί να υποδεικνύουν χαμηλότερα ποσοστά γονιμότητας.
Έλεγχος της συγκέντρωσης AMH
Ένας ακόμη σημαντικός δείκτης είναι η συγκέντρωση της αντιμιλεριανής ορμόνης (AMH). Με μέτρηση των επιπέδων αυτής της ορμόνης στο αίμα, ο γιατρός μπορεί να εξετάσει το ωοθηκικό απόθεμα. Χαμηλές τιμές AMH ενδέχεται να υποδηλώνουν περιορισμένα αποθέματα στις ωοθήκες, γεγονός που καθιστά πιο δύσκολη τη φυσική σύλληψη.
Συμπληρωματικές διαγνωστικές εξετάσεις για την υπογονιμότητα
Για πιο λεπτομερή διάγνωση, ορισμένοι ειδικοί μπορεί να προτείνουν και πρόσθετες εξετάσεις, όπως η εκτίμηση της τραχηλικής βλέννας μετά από σεξουαλική επαφή (μετασυνουσιαία δοκιμή). Ωστόσο, τα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι αυτή η μέθοδος συνήθως δεν προσφέρει σημαντικά συμπεράσματα για τις πιθανότητες σύλληψης.
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις λαμβάνεται και δείγμα από το ενδομήτριο για βιοψία. Παρόλα αυτά, νεότερες μελέτες υπογραμμίζουν ότι η συγκεκριμένη εξέταση σπάνια παρέχει σαφή εικόνα ως προς τα αίτια της υπογονιμότητας ή συμβάλλει στη θεραπευτική προσέγγιση.
Επιλογή των εξετάσεων και ερμηνεία των αποτελεσμάτων
Δεν είναι απαραίτητο να υποβληθεί κάθε γυναίκα σε όλες τις παραπάνω διαγνωστικές μεθόδους. Η κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και ο γιατρός θα καθορίσει τις καταλληλότερες επιλογές. Μετά τη διενέργεια των σχετικών εξετάσεων, περίπου 85% των ζευγαριών ενημερώνονται για τους πιθανούς λόγους υπογονιμότητας, γεγονός που συμβάλλει στην καλύτερη καθοδήγηση για τα επόμενα στάδια της θεραπείας.