Τριχομονάδωση: συμπτώματα, αίτια και θεραπεία

0
18

Η τριχομονάδωση αποτελεί συχνή παρασιτική λοίμωξη που μεταδίδεται μέσω της σεξουαλικής επαφής. Η μόλυνση διαγιγνώσκεται σε άτομα που είναι σεξουαλικά ενεργά, ωστόσο εντοπίζεται κυρίως σε γυναίκες. Τις περισσότερες φορές εμφανίζεται σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας και ορισμένες ομάδες γυναικών φαίνεται να έχουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης της νόσου.

Αίτια εμφάνισης της τριχομονάδωσης

Η λοίμωξη προκαλείται από το μονοκύτταρο παράσιτο Trichomonas vaginalis. Η βασική οδός μετάδοσης είναι η σεξουαλική επαφή. Το παράσιτο διαδίδεται συνήθως κατά τη σεξουαλική επαφή μεταξύ ανδρών και γυναικών, ωστόσο μπορεί να μεταδοθεί και ανάμεσα σε γυναίκες. Τις περισσότερες φορές το παράσιτο προσβάλλει τον κόλπο, τον τράχηλο, την ουρήθρα και τα εξωτερικά γεννητικά όργανα, ενώ σπανιότερα επηρεάζει τον προστάτη. Πιο σπάνια μπορεί να εντοπιστεί σε άλλα σημεία, όπως το στόμα ή τον πρωκτό.

Η τριχομονάδωση μπορεί να προσβάλει οποιονδήποτε, ενώ αρκετοί φορείς δεν παρουσιάζουν εμφανή συμπτώματα, αποτελώντας πιθανή πηγή μετάδοσης της νόσου χωρίς να το γνωρίζουν.

Πώς εκδηλώνεται η τριχομονάδωση;

Περίπου επτά στους δέκα ασθενείς δεν παρουσιάζουν συμπτώματα ή αυτά γίνονται αντιληπτά μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Τα πρώτα σημάδια συνήθως εμφανίζονται μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες από τη μόλυνση.

Συμπτώματα στις γυναίκες

  • Κολπικές εκκρίσεις που μπορεί να έχουν δυσάρεστη οσμή και είτε κίτρινη είτε πράσινη απόχρωση
  • Φαγούρα, κάψιμο, ερυθρότητα ή ευαισθησία στην περιοχή των γεννητικών οργάνων
  • Πόνος κατά την ούρηση ή κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης
  • Συχνή επιθυμία ούρησης
  • Αιμορραγία μετά τη σεξουαλική επαφή

Συμπτώματα στους άνδρες

  • Φαγούρα ή τσούξιμο στο εσωτερικό της βαλάνου
  • Μικρή ποσότητα λευκής έκκρισης από το πέος
  • Πόνος κατά την ούρηση ή τη σεξουαλική επαφή
  • Αυξημένη συχνότητα ούρησης

Ασυμπτωματική πορεία

Μόνο ένα μέρος των ατόμων που έχουν προσβληθεί εκδηλώνει συμπτώματα. Ιδιαίτερα στα άτομα με ανδρικά γεννητικά χαρακτηριστικά είναι συχνό να μην υπάρχουν ενδείξεις μόλυνσης. Η αιτία για την απουσία συμπτωμάτων σε ορισμένες περιπτώσεις δεν έχει διασαφηνιστεί πλήρως.

Πώς γίνεται η διάγνωση της τριχομονάδωσης;

Η ανίχνευση της τριχομονάδωσης είναι δυνατή μόνο με διαγνωστικές εξετάσεις. Ο ιατρός μπορεί να εξετάσει τα γεννητικά όργανα και, αν χρειαστεί, να συλλέξει δείγμα εκκρίσεων ή ούρων. Με τη μικροσκοπική ανάλυση του υλικού μπορεί συχνά να εντοπιστεί το παράσιτο απευθείας.

Σε κάποιες περιπτώσεις πραγματοποιείται και ειδική καλλιέργεια, κατά την οποία το δείγμα τοποθετείται σε ειδικό μέσο για μερικές ημέρες ώστε να διαπιστωθεί σαφώς αν υπάρχει ανάπτυξη του παθογόνου. Επίσης, χρησιμοποιείται και μοριακή διαγνωστική μέθοδος, όπως ο έλεγχος ενίσχυσης νουκλεϊνικών οξέων (NAAT), για την ακριβή ταυτοποίηση της λοίμωξης.

Ανάλογα με τα ευρήματα, είναι πιθανό ο ιατρός να συστήσει εξετάσεις και για άλλα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, όπως η γονόρροια ή τα χλαμύδια, καθώς εντοπίζονται συχνά μαζί με την τριχομονάδωση.

Η λήψη δείγματος μπορεί να πραγματοποιηθεί και στο σπίτι χρησιμοποιώντας ειδικό σετ, αρκεί να τηρηθούν σωστά οι οδηγίες συλλογής και αποστολής του δείγματος στο εργαστήριο.

Κύριες διαφορές ανάμεσα στην τριχομονάδωση και στη βακτηριακή κολπίτιδα

Και οι δύο καταστάσεις ταξινομούνται στη γενική κατηγορία των κολπίτιδων, δηλαδή φλεγμονών ή λοιμώξεων του γυναικείου κόλπου. Ο τριτογενής συχνότερα τύπος κολπικής λοίμωξης είναι η μυκητιασική λοίμωξη. Ενώ τα συμπτώματα μοιάζουν, η τριχομονάδωση οφείλεται σε παράσιτα, ενώ η βακτηριακή κολπίτιδα προκύπτει από υπερανάπτυξη βακτηρίων. Για τον λόγο αυτό, απαιτείται διαφορετική θεραπευτική προσέγγιση.

Πώς αντιμετωπίζεται η τριχομονάδωση;

Η βασική θεραπεία είναι η χορήγηση αντιβιοτικών. Συνήθως χρησιμοποιούνται δύο συγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα, τα οποία επιδρούν αποτελεσματικά στον μικροοργανισμό που ευθύνεται για τη μόλυνση:

  • Μετρονιδαζόλη
  • Τινιδαζόλη

Τα φάρμακα αυτά λαμβάνονται σε μορφή δισκίων, συνήθως εφάπαξ ή σε διαδοχικές μικρότερες δόσεις. Είναι ουσιώδους σημασίας να ολοκληρωθεί ολόκληρος ο θεραπευτικός κύκλος, ακόμη και αν υπάρξει βελτίωση πριν το τέλος της αγωγής.

Κατά τη διάρκεια λήψης μετρονιδαζόλης ή τινιδαζόλης, συστήνεται αποχή από τη κατανάλωση αλκοόλ, καθώς η συνύπαρξή τους προκαλεί ανεπιθύμητα συμπτώματα, όπως ναυτία ή ταχυκαρδία. Άλλα πιθανά παρενέργειες είναι η καούρα ή η μεταλλική γεύση στο στόμα.

Τι αναμένεται μετά τη θεραπεία;

Τα φάρμακα εξαλείφουν το παράσιτο, ωστόσο η επαναμόλυνση δεν αποκλείεται. Περίπου ένας στους πέντε ασθενείς εμφανίζει εκ νέου συμπτώματα εντός τριμήνου. Είναι απαραίτητο να ακολουθήσουν θεραπεία και οι σεξουαλικοί σύντροφοι, ακόμη και χωρίς συμπτώματα, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος υποτροπής. Συνίσταται αποχή από τις σεξουαλικές επαφές για χρονικό διάστημα επτά έως δέκα ημερών μετά το τέλος της θεραπείας.

Πιθανές επιπλοκές

Η μη θεραπευθείσα τριχομονάδωση ενδέχεται να οδηγήσει σε επιπλοκές. Η λοίμωξη αυξάνει την πιθανότητα προσβολής από άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Για άτομα με HIV, η τριχομονάδωση διευκολύνει τη μετάδοση του ιού.

Κατά την εγκυμοσύνη, η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει πρόωρο τοκετό ή γέννηση βρέφους με χαμηλό βάρος. Παρόλο που σπάνια, το νεογνό μπορεί να μολυνθεί κατά τον τοκετό. Έγκαιρη αγωγή κατά τη διάρκεια της κύησης περιορίζει τον κίνδυνο επιπλοκών, γι’ αυτό είναι σημαντικό να ενημερώνεται ο γιατρός για οποιοδήποτε σύμπτωμα.

Τρόποι πρόληψης της τριχομονάδωσης

Ο πιο σίγουρος τρόπος προστασίας είναι η αποφυγή των σεξουαλικών επαφών. Ωστόσο, η μείωση του κινδύνου μπορεί να επιτευχθεί και με τις παρακάτω πρακτικές:

  • Χρήση προφυλακτικού σε κάθε σεξουαλική επαφή, από την έναρξη του αγγίγματος των γεννητικών οργάνων
  • Αποφυγή πλύσεων του κόλπου, καθώς διαταράσσουν τη φυσική μικροβιακή ισορροπία και αποδυναμώνουν τους μηχανισμούς άμυνας
  • Σεξουαλική επαφή με έναν μόνο, σταθερό σύντροφο που δεν πάσχει από σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα
  • Ειλικρινής επικοινωνία με τον σύντροφο σχετικά με ζητήματα σεξουαλικής υγείας, ώστε να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα προστασίας

Συνοπτική παρουσίαση

Η τριχομονάδωση είναι ένα συχνό σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που συχνά δεν συνοδεύεται από συμπτώματα. Σε περίπτωση μόλυνσης, η χορήγηση αντιβιοτικών θεραπεύει αποτελεσματικά και σύντομα τη λοίμωξη. Είναι σημαντικό να υπάρξει ιατρική παρακολούθηση, ταυτόχρονη θεραπεία των σεξουαλικών συντρόφων και προσωρινή αποχή από σεξουαλικές επαφές, για να προληφθούν τυχόν επιπλοκές και η περαιτέρω διασπορά της λοίμωξης.

Τα σχόλια είναι κλειστά.

Περισσότερες ειδήσεις