8 τύποι αναιμίας: συμπτώματα, αίτια και δυνατότητες θεραπείας

Θα μάθετε
Τα ερυθρά αιμοσφαίρια λειτουργούν ως μεταφορείς οξυγόνου, εξασφαλίζοντας την παροχή αυτού του απαραίτητου στοιχείου σε όλα τα κύτταρα του ανθρώπινου οργανισμού. Όταν η παραγωγή ή η λειτουργία τους παρουσιάζει διαταραχές, εμφανίζεται αναιμία. Αυτή η κατάσταση εκδηλώνεται κυρίως με συμπτώματα όπως αδυναμία, κόπωση ή δυσκολία στην αναπνοή ακόμα και κατά τη διάρκεια ήπιας σωματικής δραστηριότητας.
Ποικιλομορφία αναιμιών: από τις συχνότερες έως τις σπάνιες μορφές
Η σιδηροπενική αναιμία καταγράφεται ως η πιο διαδεδομένη μορφή, ωστόσο υπάρχουν και άλλα, πιο σπάνια είδη αναιμίας. Οι σπανιότερες μορφές είναι συχνά κληρονομικές ή προκαλούνται από συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Παρακάτω παρουσιάζονται διάφοροι ασυνήθιστοι τύποι αναιμίας και οι διαθέσιμες μέθοδοι θεραπείας τους.
Απλαστική (υποπλαστική) αναιμία
Τα κύτταρα που βρίσκονται στον μυελό των οστών ευθύνονται για την παραγωγή και την ανανέωση των κυττάρων του αίματος. Όταν ο ασθενής πάσχει από απλαστική αναιμία, αυτά τα κύτταρα υφίστανται βλάβες με αποτέλεσμα να μην παράγονται αρκετά αιμοσφαίρια. Η συγκεκριμένη πάθηση μπορεί να είναι γενετική ή να εμφανιστεί αργότερα ως αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων.
- Αυτοάνοσα νοσήματα, για παράδειγμα ο ερυθηματώδης λύκος ή η ρευματοειδής αρθρίτιδα
- Έκθεση σε τοξικές ουσίες όπως φυτοφάρμακα, βενζόλιο ή αρσενικό
- Λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένων των ηπατιτίδων και ορισμένων ιών
- Επίδραση ακτινοθεραπείας ή συγκεκριμένων φαρμακευτικών ουσιών
Ανάλογα με τον βαθμό της βλάβης, είναι πιθανό να εμφανιστούν συμπτώματα όπως κόπωση, ζάλη, κεφαλαλγία, ωχρότητα, δυσκολία στην αναπνοή, ταχυκαρδία ή ψυχρότητα στα άκρα. Η θεραπευτική προσέγγιση συνήθως περιλαμβάνει μετάγγιση αίματος ή μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων.
Σιδηροβλαστική αναιμία
Σε αυτή την κατηγορία αναιμιών, ο οργανισμός αδυνατεί να αξιοποιήσει πλήρως τον σίδηρο για τη σύνθεση αιμοσφαιρίνης, με αποτέλεσμα τη συσσώρευση μη φυσιολογικών ερυθρών αιμοσφαιρίων, των σιδηροβλαστών.
Η σιδηροβλαστική αναιμία μπορεί να παρουσιαστεί ως επίκτητη λόγω επίδρασης κάποιων χημικών ουσιών ή φαρμάκων ή ως κληρονομική, εξαιτίας γονιδιακών μεταλλάξεων που παρεμποδίζουν την παραγωγή αιμοσφαιρίνης. Τα τυπικά συμπτώματα περιλαμβάνουν:
- Πόνο στο στήθος
- Αυξημένο καρδιακό ρυθμό
- Κεφαλαλγίες
- Αναπνευστική δυσχέρεια
- Γενική αδυναμία
Η θεραπεία εξαρτάται από τον υποκείμενο παράγοντα και μπορεί να περιλαμβάνει χορήγηση βιταμίνης B6, αποφυγή επιβαρυντικών ουσιών, μεταμόσχευση μυελού των οστών ή αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων.
Μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (mds)
Τα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα αποτελούν ομάδα παθήσεων κατά τις οποίες ο μυελός των οστών δεν είναι σε θέση να παράγει αρκετά υγιή κύτταρα του αίματος. Ορισμένα άτομα κληρονομούν την προδιάθεση για αυτές τις διαταραχές, ιδιαίτερα όσοι έχουν οικογενειακό ιστορικό σπάνιων αιματολογικών νοσημάτων. Επιπλέον, η προηγούμενη έκθεση σε χημικές ουσίες όπως το βενζόλιο ή σε ακτινοθεραπεία μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξή τους.
- Αιμορραγίες ή εκχυμώσεις στο δέρμα
- Συχνές λοιμώξεις και πυρετός
- Δυσκολία στην αναπνοή και αδυναμία
- Απώλεια βάρους
Για την αντιμετώπιση ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί χημειοθεραπεία, αυξητικοί παράγοντες για τη διατήρηση της παραγωγής κυττάρων του αίματος ή μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία
Αυτό το είδος αναιμίας εμφανίζεται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στα ίδια τα ερυθρά αιμοσφαίρια του σώματος, τα οποία καταστρέφονται πιο γρήγορα από ό,τι μπορούν να αντικατασταθούν. Συχνότερα παρατηρείται σε άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα και ορισμένα φάρμακα είναι δυνατόν να αποτελέσουν αίτιο.
- Κόπωση, δυσκολία στην αναπνοή
- Ωχρότητα ή κίτρινη απόχρωση (ίκτερος) στο δέρμα
- Αυξημένος καρδιακός ρυθμός
- Ρίγη και πόνος στη ράχη
Η θεραπεία στοχεύει στον έλεγχο της αιτίας και στην καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος με χορήγηση κορτικοστεροειδών ή άλλων φαρμάκων. Σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να γίνει αφαίρεση σπλήνα, μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων ή μεταγγίσεις αίματος.
Συγγενής δυσερυθροποιητική αναιμία
Η συγγενής δυσερυθροποιητική αναιμία αναφέρεται σε κληρονομικές αναιμίες όπου παρατηρείται σταθερά χαμηλός αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων. Υπάρχουν τέσσερις βασικές μορφές, διαχωρισμένες ανάλογα με τη σπανιότητα και τη βαρύτητά τους. Συνήθως εκδηλώνεται με χρόνια αναιμία, αίσθηση εξάντλησης, κιτρινωπή ή ωχρή όψη δέρματος και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εκ γενετής αλλοιώσεις στα δάχτυλα ή στα πόδια.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση εξαρτάται από τη βαρύτητα της διαταραχής: για κάποιους αρκεί η τακτική ιατρική παρακολούθηση, ενώ άλλοι χρειάζονται μεταγγίσεις αίματος, φαρμακευτική αγωγή για τη μείωση του σιδήρου ή μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων.
Αναιμία diamond-blackfan
Αποτελεί σπάνια, κληρονομική μορφή αναιμίας όπου ο μυελός των οστών αδυνατεί να παραγάγει επαρκή ποσότητα ερυθρών αιμοσφαιρίων λόγω γονιδιακών μεταλλάξεων. Τα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνουν έλλειψη ενέργειας, ταχυκαρδία, φυσήματα στην καρδιά, ευερεθιστότητα, ωχρή όψη, χαμηλό ανάστημα, υπνηλία και εύθραυστα οστά.
Η θεραπεία βασίζεται συχνά σε χορήγηση κορτικοστεροειδών, μεταγγίσεις αίματος ή μεταμόσχευση μυελού των οστών.
Μεγαλοβλαστική αναιμία
Σε αυτή τη μορφή αναιμίας σχηματίζονται στο σώμα μεγάλα και ανώριμα ερυθρά αιμοσφαίρια που δεν είναι ικανά να μεταφέρουν αποτελεσματικά το οξυγόνο. Η συνηθέστερη αιτία είναι η έλλειψη βιταμίνης B12 ή φυλλικού οξέος. Συχνά τα συμπτώματα παραμένουν αδιόρατα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ προοδευτικά εμφανίζονται ζάλη, εξασθένηση, διαταραχές καρδιακού ρυθμού, μυαλγίες, ωχρότητα, δύσπνοια, αίσθημα ναυτίας ή διάρροια.
Η θεραπεία συνίσταται στην αναπλήρωση βιταμίνης B12 και φυλλικού οξέος, καθώς και στην αντιμετώπιση του αίτιου που εμποδίζει την απορρόφησή τους.
Αναιμία fanconi
Η αναιμία fanconi αποτελεί κληρονομική νόσο κατά την οποία ο μυελός των οστών δεν παράγει επαρκή αιμοσφαίρια. Τυπικές ενδείξεις είναι οι ασυνήθιστα διαμορφωμένοι ή μικρότεροι αντίχειρες, η αυξημένη τάση για αιμορραγίες ή μώλωπες, οι συχνές λοιμώξεις, η αίσθηση κόπωσης, οι ιδιαιτερότητες στην ανάπτυξη οργάνων όπως η καρδιά, τα νεφρά ή τα οστά, οι αλλαγές στο χρώμα του δέρματος, το μικρό ύψος, καθώς και η ιδιόμορφη μορφολογία κεφαλής και οφθαλμών.
Επιπρόσθετα, η νόσος αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης ορισμένων καρκίνων. Για τη θεραπεία εφαρμόζεται συχνά ορμονοθεραπεία ή χορήγηση αυξητικών παραγόντων, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις και σε συνύπαρξη επιπλοκών ενδείκνυται η μεταμόσχευση μυελού των οστών, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις επιφέρει μακροχρόνια βελτίωση της κλινικής κατάστασης.